Ήδη από το 1861 η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν έκρυθµη και το αντι-δυναστικό κλίµα όλο και εντείνονταν τόσο µέσα από την αντιπολιτευτική πολιτική του Τύπου όσο και από τις διάφορες αντικαθεστωτικές συνωµοσίες.
Η εκρηκτική ατµόσφαιρα εναντίον της Δυναστείας εκτινόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα και ο εορτασµός µάλιστα της 25ης Μαρτίου στάθηκε αφορµή να γίνει ολοφάνερη η αντίδραση του λαού εναντίον του καθεστώτος.
Σε πολλές πόλεις της επικρατείας, όπως στο Άργος, την Πάτρα, το Ναύπλιο, οργανώθηκαν αντικαθεστωτικά συµπόσια και εκφωνήθηκαν επαναστατικοί λόγοι. Στη δε Αθήνα η ατµόσφαιρα παρέµενε σε ένταση αρκετούς µήνες εξ αιτίας του βίαιου και ανελεύθερου τρόπου που είχαν γίνει οι εκλογές. Επίσης τα πνεύµατα ερέθισε και η στάση της αστυνοµίας, που - όπως καταγγελλόταν από τον Τύπο της εποχής - είχε δηµιουργήσει κλίµα τροµοκρατίας σε βάρος των πολιτών. Σε αυτές τις αντιδράσεις, στις οποίες κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η νεολαία της εποχής, συµµετείχαν και πολλοί αξιωµατικοί.
Όλοι εναντιώνονταν στον Όθωνα, τον οποίο κατηγορούσαν ότι παραβίαζε το σύνταγµα και κυβερνούσε δεσποτικά. Αποκορύφωµα των αντιδράσεων υπήρξε η δολοφονική απόπειρα εναντίον της βασίλισσας Αµαλίας στις 6 Σεπτεµβρίου, η οποία είχε ως δράστη τον δεκαοκτάχρονο Αριστείδη Δόσιο. Μέσα σε αυτή την έκρυθµη κατάσταση κυκλοφορούσαν φήµες για ανάθεση σχηµατισµού κυβέρνησης στον λαοφιλή ναύαρχο Κανάρη, προκειµένου να κατευναστούν τα οξυµµένα πνεύµατα. Έτσι στις 10 Ιανουαρίου του 1962 ο Κανάρης πέρασε την πύλη των ανακτόρων και συζήτησε µε τον Όθωνα.
Δυο µέρες αργότερα ο ναύαρχος κατέθεσε γραπτό υπόµνηµα που από αυτό εξαρτούσε την αποδοχή της πρότασης του Όθωνα να αναλάβει την κυβέρνηση. Ο Όθωνας δέχτηκε το περιεχόµενο του υποµνήµατος, που µεταξύ άλλων ζητούσε διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, αναθεώρηση της νοµοθεσίας για τον Τύπο ώστε να καθιερωθεί νοµοθετικά η ελευθεροτυπία, εκλογή των υπουργών από τον πρόεδρο της κυβέρνησης, κατάργηση του ανακτοβουλίου και άλλα σοβαρά µέτρα εκδηµοκρατισµού του πολιτεύµατος. Ωστόσο το ζήτηµα δεν ήταν τόσο απλό και αυτό φάνηκε στις αξιώσεις για τους υπουργικούς θώκους.
Τελικά ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες και ο κατάλογος µε τα ονόµατα της κυ βέρνησης έγινε επίσης δεκτός από τον Όθωνα. Στη συνέχεια όµως ενέσκηψαν νέες απαιτήσεις από τον Βούλγαρη και τον Χρηστίδη, έτσι που τελικά ο Όθωνας δεν δέχτηκε τα νέα πρόσωπα και απήλλαξε τον Κανάρη από το να συνεχίσει τις προσπάθειές του, πράγµα που δυσαρέστησε πολύ το λαϊκό αίσθηµα. Ο λαός είχε εναποθέσει πολλές ελπίδες στον σχηµατισµό κυβέρνησης από τον Κανάρη και η απογοήτευσή του υπήρξε µεγάλη, όπως και οι αντιδράσεις που ακολούθησαν.
Η αντίδραση στο Ναύπλιο
Η ατµόσφαιρα µετά τη µαταίωση της κυβέρνησης Κανάρη, όχι µόνο στην Αθήνα, αλλά και σ’ άλλες πόλεις, υπήρξε ιδιαίτερα φορτισµένη. Είναι χαρακτηριστικό σχετικό υπόµνηµα του υπουργού Εσωτερικών Χ. Χριστόπουλου προς την Αυτού Μεγαλειότητα τον βασιλέα προκειµένου να τον ενηµερώσει για την κατάσταση που διαµορφωνόταν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας όπως η Τρίπολη, το Αργος κ.ά.
Ωστόσο η µεγαλύτερη αντίδραση εναντίον του καθεστώτος ήταν αυτή που σηµειώθηκε στο Ναύπλιο. Μια αιτία ήταν ότι στο Ναύπλιο είχαν φυλακιστεί και εκτοπιστεί πολλοί αξιωµατικοί ήδη από το 1861 ως αντιδυναστικοί. Στην πόλη τα πνεύµατα ήταν ιδιαίτερα οξυµµένα και από µήνες οι αντιδράσεις ήταν έντονες και έφτασαν στο σηµείο να κυκλοφορήσουν προκηρύξεις που εξέφραζαν τη λύπη τους για την αποτυχία της απόπειρας εναντίον της ζωής της βασίλισσας. «Άθλιοι µάλλον κλαύ-σατε παρά να πανηγυρίζετε διά την αποτυχίαν».
Ήδη από τον Ιανουάριο του 1862 στους αντιπολιτευόµενους αξιωµατικούς προστέθηκε και ο υπολοχαγός Δηµήτρης Θ. Γρίβας, που είχε συλληφθεί στην Αθήνα και στάλθηκε στο Ναύπλιο προκειµένου να φυλακιστεί στο Παλαµήδι. Εκεί ο Γρίβας, προσποιούµενος τον άρρωστο, ήρθε σε επαφή µε διάφορους αντικαθεστωτικούς: τον υπίλαρχο Τριτάκη, τον υπολοχαγό Κατσικογιάν-νη και τον αντισυνταγµατάρχη Μίχα. Δίπλα στους στρατιωτικούς συντάχτηκαν και διάφοροι επιφανείς πολίτες, όπως ο υποπρόξενος του Βελγίου Σ. Ζαβιτσιάνος, ο δήµαρχος Πολυχρόνης Ζαφειρό-πουλος, ο εφέτης Γ. Πετµεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυροµιχάλης, πολλοί δικηγόροι και µεταξύ αυτών µια γυναίκα, η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, το σπίτι της οποίας υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα αντιδυναστικά κέντρα. Η δυναμική αυτή γυναίκα ήταν «προσόμοιος των γυναικών των πολιτευθεισών κατά την Γαλλικήν Επανάστασιν, μετέδιδε διά της φλεγούσης ευγλωττίας της τας ανατρεπτικάς αυτής ιδέας, παρέσυρε πάντας εις την στάσιν, προέτρεπε και ενεθάρρυνε την νεο-λαίαν… και εγένετο μια των κυριοτέρων αφορμών της επισπεύσεως της στάσεως».
Η επανάσταση
Ως μέρα της επαναστάσεως εναντίον του δυναστικού καθεστώτος του Όθωνα ορίστηκε η 3η Φεβρουαρίου 1862. Ωστόσο, εξαίτιας του εντοπισμού κάποιων επιστολών του Ζαβιτσιάνου και του Μίχου σε φιλικά τους πρόσωπα στην Αθήνα, επισπεύστηκαν οι ενέργειες και η επανάσταση εκδηλώθηκε τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου ξημερώματα 1ης Φεβρουαρίου. Ο Ζαβιτσιάνος με δέκα άντρες συνέλαβε αμέσως τον νομάρχη. Στο μεταξύ ο λαός τάχτηκε πρόθυμα με το μέρος των εξεγερθέντων. Αμέσως οι στρατιωτικοί της Ακροναυπλίας δέχτηκαν με ζητωκραυγές την είδηση της εξέγερσης και έφτασαν στην πόλη τη στιγμή που ήδη είχαν καταληφθεί όλα τα δημόσια κτίρια και φρουρούνταν από τους επαναστάτες. Λίγο αργότερα καταλήφθηκε το Παλαμήδι. Συστήθηκε προσωρινή κυβερνητική επιτροπή, η οποία εξέδωσε προκήρυξη προς τον λαό με τα βασικά αιτήματα της επανάστασης. «Αον Κατάπτωσις του συστήματος, πιστώς υπηρετου-μένου υπό της μέχρι τούδε κυβερνήσεως και αναγόρευσις νέου εγγυωμένου τας ελευθερίας του λαού... Βον Διάλυσης της διά βιαίων μέσων συστηθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης Βουλής και Γον Συγκρότησης εθνοσυνελεύσεως...». Η επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση έστειλε έγγραφο προς τις Μεγάλες Δυνάμεις εξηγώντας τους λόγους της εξέγερσης. Ως στρατιωτικός αρχηγός της επανάστασης ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχος. Ο φυλακισμένος στην Ακροναυπλία αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορω-ναίος διορίστηκε αρχηγός των γενικών επιτελών, ο Μπότσαρης φρούραρχος του Ναυπλίου, ο Ζυμβρακάκης φρούραρχος του Παλαμηδίου. Ο Κορωναίος μάλιστα πρότεινε να εκστρατεύσουν εναντίον της Αθήνας, πρόταση που αποκρούστηκε μεταξύ άλλων με το σκεπτικό ότι θα ξεσπούσε και εκεί επανάσταση. Κρίνοντας εκ των υστέρων την πρόταση του Κορωναίου, η επανάσταση θα είχε πάρει πιθανότατα διαφορετική τροπή από αυτή που κατέληξε.
Οι εξελίξεις στο Ναύπλιο είχαν ως αποτέλεσμα να προβληματίσουν έντονα την κυβέρνηση και να τρομάξουν τον βασιλιά. Έπειτα από αστραπιαίες κινήσεις αποφάσισαν να αντιδράσουν στην εξέγερση φοβούμενοι τυχόν ενδυνάμωση και εξάπλωσή της. Έτσι δόθηκαν διαταγές να οργανωθεί στρατόπεδο στην Κόρινθο υπό τις διαταγές του υποστρατήγου Χαν. Ταυτόχρονα έστειλαν τον Γενναίο Κολοκοτρώνη στους Μύλους για να θέσει την εξέγερση υπό τον έλεγχό του. Η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης είχε αποτελέσματα και στις 3 Φεβρουαρίου, υπό την παρουσία του Όθωνα, συγκεντρώθηκε αρκετός στρατός στην Κόρινθο.
Η καταστολή της επανάστασης
Από τα Δερβένια της Κορινθίας ξεκίνησε η καταστολή της επανάστασης, αφού εκεί δόθηκε η πρώτη μάχη για να ακολουθήσουν μια σειρά συγκρούσεων, οι οποίες έλαβαν τέλος στις 8 Απριλίου, όταν η επαναστατημένη πόλη έπειτα από δυο και πλέον μήνες έπεσε στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων. Πολυήμερες υπήρξαν και οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση των επαναστατών. Τελικά η πόλη έπεσε κατόπιν δεσμεύσεως από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων ότι θα δοθεί αμνηστία με σχετικό διάταγμα, από το οποίο ωστόσο θα εξαιρούνταν 19 άτομα (12 στρατιωτικοί και 7 πολίτες). Τελικά ύστερα από έναν νέο γύρο συνεννοήσεων σχετικά με την τύχη των 19 ατόμων που δεν δεχόταν να αμνηστεύ-σει, η κυβέρνηση έκανε δεκτό το αίτημά τους προκειμένου να απομακρυνθούν από την Ελλάδα επιβιβαζόμενοι σε δυο ξένα πλοία. Έτσι στις 8 Απριλίου ο κυβερνητικός στρατός μπήκε στο Ναύπλιο περνώντας μπροστά από τη φρουρά των επαναστατών, που είχε παραταχθεί στην είσοδο της πόλης. Ωστόσο, καθώς μαρτυρά και ο Κυρια-κίδης, «Αλλ’ εάν η Ναυπλιακή στάσις κατεστάλη το χυθέν αδελφικόν αίμα βαθυτέραν την διαίρε-σιν κατέστησεν».
Εφημερίδα "Το Ποντίκι", 2/2/2012