Πού η παλιά ησυχία και ομορφιά τού τότε
«Με συγχωρείτε, κύριε. Εδώ βρισκόταν το κοσμηματοπωλείο του Μαστορίκου;»
«Του Μαστορίκου; Όχι, είναι λίγο πιο πάνω στον Μεγάλο Δρόμο, όπως ανεβαίνεις αριστερά».
«Ζει ο Μαστορίκος ή ο αδερφός του;»
«Έχουνε πεθάνει όλοι, κύριέ μου. Μόνο ο γιος του Περικλή ζει, που έχει και το μαγαζί. Εσείς ποιος είστε, αν επιτρέπετε;»
«Α, πού να σ’ τα λέω… Εγώ ήμουνα μαθητευόμενος του Περικλή το ’52. Είμαι από τη Στεμνίτσα. Είχα έρθει να μάθω χρυσοχόος. Ο πατέρας μου είχε γνωρίσει παλιότερα στο στρατιωτικό τον Περικλή και του είπε αυτός να του στείλει το γιο του να τον μάθει ρολογά».
«Ρολογάς ήταν ο αδερφός του ο Στέλιος, που είχε το άλλο μαγαζί στον ίδιο δρόμο».
«Καλά λες… Το θέμα είναι ότι εγώ ήρθα με κοντά παντελονάκια από το χωριό μου να μάθω την τέχνη. Όλοι στη Στεμνίτσα με την αργυροχοΐα καταγινόμαστε».
«Μα περάστε, ελάτε μέσα, καθίστε, κυρία μου, κι εσείς, κύριε. Εγώ είμαι παρολίγον συνάδελφός σας, γιατί άρχισα να δουλεύω στον Στέλιο το ’55. Κι από τότε είμαι σταθερά εδώ, στον Μεγάλο Δρόμο, τώρα με δικό μου μαγαζί».
«Από το ’55, ε; Δεν σε πρόλαβα. Εγώ μόνο δυο χρόνια έμεινα κι έφυγα γιατί δεν μάθαινα τίποτα. Όλο θελήματα με βάζανε να κάνω και να σκουπίζω. Βέβαια, η κυρία ήταν καλή, μου έβαζε να φάω και κοιμόμουν σε μια σοφίτα που είχαν. Απελπίστηκα λοιπόν και σηκώθηκα και πήγα στο Γύθειο, σε άλλο μάστορα».
«Αυτός σ’ την έμαθε την τέχνη;»
«Ναι, δόξα τω Θεώ. Βέβαια δεν ήταν εύκολο να ανοίξεις μαγαζί δικό σου. Έφτυσα αίμα μέχρι να τα καταφέρω. Πήγα και δεκαπέντε χρόνια Αυστραλία κι έστησα δικιά μου επιχείρηση στο Ελληνικό,
στην Αθήνα».
«Και δουλεύεις ακόμα;»
«Όχι, τώρα είμαι συνταξιούχος. Τον μισό χρόνο τον περνάμε στο Ελληνικό και τον άλλο μισό στη Στεμνίτσα. Σήμερα ήρθα με την κυρά με το λεωφορείο, να ξαναθυμηθώ τα νιάτα μου στ’ Ανάπλι».
«Τι τη θέλεις την Αθήνα; Παράτα την και γύρνα στο χωριό σου να ησυχάσεις. Απ’ αυτούς που γνώρισες πέθαναν όλοι, ζει μόνο ο Παναγιώτης, ο γιος του Περικλή, που είναι κι ο μόνος που έκανε παιδιά».
«Μα και ο Στέλιος έμαθα ότι πέθανε πριν από δύο χρόνια… Αυτός ήταν γλεντζές και του άρεσαν οι γυναίκες, έπαιζε και χαβάγια στις παρέες».
«Καλός ήτανε, μάλαμα άνθρωπος. Κι η γυναίκα του Στέλιου πέθανε πέρυσι, άτεκνη».
«Τι μου λες, αυτή η ωραία γυναίκα!»
«Πάνε, πάνε όλοι σου λέω. Κι εμείς για παρτέντζα ετοιμαζόμαστε. Εμένα που με βλέπεις είμαι εβδομήντα ενός ετών».
«Όπως και να ’ναι, θα χαρώ πολύ να δω το γιο του Περικλή. Και μετά να τριγυρίσω παντού, να πάω στην παραλία, να κάνω βόλτα στο λιμενοβραχίονα, να ξαναδώ την Αρβανιτιά όπου κάναμε μπάνιο, να πάω στα καφενεία… Έχει αλλάξει πολύ το Ναύπλιο όμως, πολύ τουριστικό έγινε».
«Βέβαια, όλο το λεκανοπέδιο Αττικής εδώ μαζεύεται κάθε Σαββατοκύριακο και μας βρωμίζουν. Πού η παλιά ησυχία και ομορφιά τού τότε. Πού οι παρέες στα ταβερνάκια, οι καντάδες στις όμορφες, τα τραγούδια στην ταβέρνα του Σαββούρα, στου Κατσεχάμου, στην Πρόνοια. Τώρα παντού σερβίρουν γύρο και κρέπες και πατάτες τηγανητές, το δε ψάρι πανάκριβο στην παραλία. Και για να παρκάρεις, Γολγοθάς ολόκληρος. Εγώ με ποδήλατο κυκλοφορώ».
«Θέλω όλα να τα ξαναδώ, γι’ αυτό ήρθα ειδικά από την Αθήνα, θα μείνουμε όλη την ημέρα. Για πότε πέρασε η ζωή μας, χθες κιόλας ήμουνα δεκαπεντάρης και σήμερα στα εβδομήντα…»
«Ανθρώπους, δεν θα γνωρίσεις κανέναν. Εγώ είμαι ο μοναδικός που έχω απομείνει στο Μεγάλο Δρόμο από τότε. Κτήρια και μαγαζιά, ορισμένα είναι περίπου τα ίδια. Γύρω στις δέκα το πρωί ανοίγει και το κοσμηματοπωλείο ο γιος του Περικλή. Θα χαρεί κι αυτός να σε δει».
«Λοιπόν, να πηγαίνουμε. Σ’ ευχαριστώ για τις πληροφορίες και να ’σαι καλά. Καλή υγεία».
«Να πάτε στο καλό. Καλή τύχη».
Το ανωτέρω κείμενο του Γιώργου Ρούβαλη, που τιτλοφορείται «Μαθητευόμενος στο Ναύπλιο» και προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Αναζητώντας την Σαλώμη (Στοχαστής 2010), περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων Τόποι της Λογοτεχνίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).
Ο Γιώργος Ρούβαλης γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Ναύπλιο.
Σπούδασε Ιστορία, Κοινωνιολογία, Λατινοαμερικάνικες Σπουδές, Διεθνείς Σχέσεις και Νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, απ’ όπου έλαβε διδακτορικό.
Διετέλεσε υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Έζησε και δίδαξε σε πανεπιστήμια στο Μεξικό και τη Βενεζουέλα.
Μετέφρασε λατινοαμερικάνους ποιητές και συγγραφείς.
Ασχολήθηκε με ιστορικές έρευνες για την ιδιαίτερή του πατρίδα.
Δίδαξε Ιστορία και Λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής στην Εταιρεία Φίλων του Λαού από το 2002 και Μετάφραση από τα ισπανικά στο μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Επιστροφή στ’ Ανάπλι» (2002), «Τα ταξίδια του Οδυσσέα» (Γαβριηλίδης 2003) και «Ξεχασμένα Πορτραίτα» (Ηριδανός 2010), Αrchipielago de sirenas (Ισπανικά, 2010), το βιβλίο διηγημάτων «Στ’ Ανάπλι…» (Γαβριηλίδης 2005), τα βιβλία τοπικής ιστορίας για το Ναύπλιο «Ναύπλιον, Σπηλιάδου 1» (αφήγημα, 2008), «Οι πέτρες και οι άνθρωποι. Μικροϊστορία του Ναυπλίου» (Ναύδετο 2009) και «Ψαρομαχαλάς, η ψυχή του Ναυπλίου» (Χαραμάδα 2012), τη συλλογή διηγημάτων «Αναζητώντας την Σαλώμη» (Στοχαστής 2010) και το μυθιστόρημα «Ταξίδι στη χώρα της Κίρκης» (Στοχαστής 2012).
Ο Γιώργος Ρούβαλης έφυγε από τη ζωή στις 15 Φεβρουαρίου 2019, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη ασθένεια.
*Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, άποψη του Ναυπλίου (πηγή: Βασίλης Χρηστάκος – Δήμος Ναυπλιέων). Τα προαναφερθέντα στοιχεία που αφορούν τη ζωή και το έργο του Γιώργου Ρούβαλη προέρχονται από τη ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ.